- ψευδακακία
- και ψευδοακακία, η, Νβοτ. είδος φυτών τού γένους ροβινία, κν. γνωστό ως ακακία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ακακία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοῖβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
ψευδοακακία — η, Ν βλ. ψευδακακία … Dictionary of Greek